- νεογνολογία
- η [νεογνολόγος]κλάδος τής παιδιατρικής που ασχολείται με τις παθήσεις και τα προβλήματα τών νεογνών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεογνολόγος — ο, η παιδίατρος ειδικευμένος στη νεογνολογία … Dictionary of Greek
παιδιατρική — Κλάδος της ιατρικής ο οποίος ασχολείται με το παιδί. Eίναι επίσης δυνατό να ορισθεί ως η μελέτη της φυσιοπαθολογίας της αύξησης, αφού η λειτουργία της ανάπτυξης του ανθρώπινου οργανισμού σε καμιά άλλη περίοδο της ζωής δεν είναι τόσο έντονη, όσο… … Dictionary of Greek